παρωπίδα

παρωπίδα
η
1. δερμάτινη πλάκα προσαρμοσμένη με τα χαλινάρια στα πλάγια των ματιών των ζεμένων αλόγων ή μουλαριών, αλλιώς κλάπα.
2. μτφ., στενότητα αντίληψης, στενή, μονόπλευρη, δογματική στάση ανθρώπου απέναντι σε πολλά προβλήματα της ζωής: Αυτός έχει παρωπίδες στα θέματα της πολιτικής.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • παρωπίδα — η / παρωπίς, ίδος, ΝΜΑ η καθεμιά από τής δερμάτινες πλάκες που καλύπτει από τα πλάγια τα μάτια τών ζεμένων ζώων νεοελλ. φρ. «έχω παρωπίδες» ή «φορώ παρωπίδες» μτφ. έχω πολύ περιορισμένο οπτικό πεδίο, δεν βλέπω όλες τις πλευρές κάποιου θέματος,… …   Dictionary of Greek

  • καφάσι — (I) το 1. λεπτό ξύλινο δικτυωτό πλέγμα στα παράθυρα τών παλιών μουσουλμανικών σπιτιών ή και στον γυναικωνίτη χριστιανικών εκκλησιών για να προστατεύονται οι γυναίκες από τα βλέμματα τών ανδρών 2. μικρό κιβώτιο χωρίς σκέπασμα, από παράλληλα… …   Dictionary of Greek

  • παρωπία — η, Α 1. η κόχη τού ματιού προς τα πλάγια, προς το αφτί 2. η παρωπίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ωπία (< ωπός < ὄπωπα*), πρβλ. οξυ ωπία] …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Ερέτριας — Στη σημερινή του μορφή το Αρχαιολογικό Μουσείο της Ερέτριας εγκαινιάστηκε το 1991 (Ίσιδος & Αρχαίου Θεάτρου). Τα πιο αντιπροσωπευτικά δείγματα ανθρώπινης παρουσίας στην Ερέτρια και στην ευρύτερη περιοχή, από τη νεολιθική εποχή έως τα πρώτα χρόνια …   Dictionary of Greek

  • κλάπα — η (λ. λατ.) 1. στρόφιγγα πόρτας, μεντεσές. 2. ο σιδερένιος κλοιός στον οποίο εφαρμόζει ο σύρτης. 3. το σίδερο με το οποίο συνδέονται μεταξύ τους δύο ή περισσότερες σανίδες. 4. η παρωπίδα των αλόγων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”