- παρωπίδα
- η1. δερμάτινη πλάκα προσαρμοσμένη με τα χαλινάρια στα πλάγια των ματιών των ζεμένων αλόγων ή μουλαριών, αλλιώς κλάπα.2. μτφ., στενότητα αντίληψης, στενή, μονόπλευρη, δογματική στάση ανθρώπου απέναντι σε πολλά προβλήματα της ζωής: Αυτός έχει παρωπίδες στα θέματα της πολιτικής.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.